ἐπιτακτικός — commanding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτακτικός — ή, ό (Α ἐπιτακτικός, ή, όν) [επιτάκτης] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με εντολή 2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» η εντολή από τους εκλογείς τής περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τούς αντιπροσωπεύει 3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του … Dictionary of Greek
ἐπιτακτικῶν — ἐπιτακτικός commanding fem gen pl ἐπιτακτικός commanding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτικόν — ἐπιτακτικός commanding masc acc sg ἐπιτακτικός commanding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτικοί — ἐπιτακτικός commanding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτικοῦ — ἐπιτακτικός commanding masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτικούς — ἐπιτακτικός commanding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτικῆς — ἐπιτακτικός commanding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτική — ἐπιτακτικός commanding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτικήν — ἐπιτακτικός commanding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)