επιτακτικός

επιτακτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. ο επιτήδειος στο να επιτάσσει, που γίνεται με επιταγή (προσταγή), προστακτικός: Επιτακτικός τόνος φωνής.
2. αναπόφευκτος, υποχρεωτικός: Επιτακτικό καθήκον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτακτικός — commanding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτακτικός — ή, ό (Α ἐπιτακτικός, ή, όν) [επιτάκτης] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με εντολή 2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» η εντολή από τους εκλογείς τής περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τούς αντιπροσωπεύει 3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτακτικῶν — ἐπιτακτικός commanding fem gen pl ἐπιτακτικός commanding masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτικόν — ἐπιτακτικός commanding masc acc sg ἐπιτακτικός commanding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτικοί — ἐπιτακτικός commanding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτικοῦ — ἐπιτακτικός commanding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτικούς — ἐπιτακτικός commanding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτικῆς — ἐπιτακτικός commanding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτική — ἐπιτακτικός commanding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτικήν — ἐπιτακτικός commanding fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”